- στοχαστής
- penseur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
στοχαστής — diviner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχαστής — ο, ΝΜΑ [στοχάζομαι] νεοελλ. σκεπτόμενος άνθρωπος, αυτός που εξετάζει προσεκτικά τα μεγάλα θέματα τής ζωής και τής ιστορίας, διανοητής (μσν. αρχ.) 1. αυτός που εικάζει, που προβλέπει κάτι, οξυδερκής (α. «στοχαστὴς τῶν μελλόντων», Ιώσ. β. «τῶν… … Dictionary of Greek
στοχαστής — ο αυτός που στοχάζεται, σκέφτεται: Υπήρξε βαθύς στοχαστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στοχασταί — στοχαστής diviner masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχαστήν — στοχαστής diviner masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
στοχαστά — στοχαστά̱ , στοχαστής diviner masc nom/voc/acc dual στοχαστής diviner masc voc sg στοχαστής diviner masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Τσουάνγκ-τσε — (ή Τσουάνγκ Τσόου). Κινέζος φιλόσοφος που έζησε μεταξύ 4ου και 3ου π.Χ. αι. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους εκπρόσωπους της ταοϊστικής σχολής, και για τη ζωή του είναι ελάχιστα γνωστά, εκτός από μερικά ανέκδοτα. Σύμφωνα με ένα απ’ αυτά ο Τ.… … Dictionary of Greek
διανοητής — ο (Α διανοητής) [διανοούμαι] διανοούμενος, στοχαστής αρχ. ο φρόνιμος, ο συνετός … Dictionary of Greek
διανοούμαι — (Α διανοοῡμαι, έομαι και διανοῶ, έω) 1. αναλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι 2. έχω στον νου μου, σκοπεύω, σχεδιάζω, μελετώ νεοελλ. (η μτχ. ως ουσ.) ο διανοούμενος ο λόγιος, ο στοχαστής, ο επιστήμονας, ο πνευματικός εργάτης αρχ. 1. σκοπεύω,… … Dictionary of Greek